- κιγκλοβάτης
- κιγκλο-βάτης, ὁ, wie der Vogel κίγκλος gehend
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
κιγκλοβάτης — κιγκλοβάτης, δωρ. τ. κιγκλωβάτας, ὁ (Α) αυτός που περπατά πεταχτά, όπως το πτηνό κίγκλος* («λορδοῡ κιγκλοβάταν ῥυθμόν», Αριστοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κίγκλος + βάτης (< βαίνω), πρβλ. σχοινο βάτης, τεθριππο βάτης] … Dictionary of Greek
κιγκλοβάταν — κιγκλοβάτᾱν , κιγκλοβάτης moving like the masc acc sg (epic doric aeolic) κιγκλοβάτης moving like the masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-βάτης — β συνθετικό ουσιαστικών της αρχαίας, μεσαιωνικής και νέας Ελληνικής που προέρχεται από το ρ. βαίνω και εμφανίζει σημαντική παραγωγική δύναμη. Σύμφωνα με τα στοιχεία του Αντιστρόφου Λεξικού της Νέας Ελληνικής του Γ. Κουρμούλη (σ. 753), έναντι 85… … Dictionary of Greek